Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

Η εκπαιδευτική πραγματικότητα και η αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα

Η εκπαιδευτική πραγματικότητα και η αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα
Του Γιώργου Τρούλη*
Η εκπαιδευτική διαδικασία αποτελεί την ύψιστη μορφή κοινωνικής δράσης σε μια οργανωμένη κοινωνία. Μια κοινωνία που σέβεται τα μέλη της, που ενδιαφέρεται, που νοιάζεται και την απασχολεί το μέλλον της νέας γενιάς αλλά και η ίδια η εξέλιξή της, επενδύει σε αυτή τη διαδικασία. Αυτή η επένδυση δεν μπορεί να λογιστεί διαφορετικά παρά μόνο ως προικοδότηση της νέας γενιάς παρέχοντάς της τα απαραίτητα εχέγγεια για μια επιτυχημένη κοινωνικοπολιτισμική ανάπτυξη. Η ανάπτυξη αυτή δεν αποτελεί, όπως εσφαλμένα θεωρείται από πολλούς, ευχολόγιο ή ουτοπία αλλά μια απαραίτητη προυπόθεση για την διατήρηση και βελτίωση της ίδιας της αυθυπαρξίας της κοινωνίας και ως τέτοια οφείλουμε να την αντιμετωπίζουμε.
Το όχημα μέσω του οποίου παρέχεται η δυνατότητα μετουσίωσης σε πράξη της αναπτυξιακής πορείας και εξέλιξης της σύγχρονης κοινωνίας, δεν είναι άλλο από το σύγχρονο και οργανωμένο σχολείο με τις εκάστοτε βαθμίδες εκπαίδευσης (πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια). Το σχολείο δεν παρέχει μόνο γνώσεις (ανάγνωση, γραφή, μαθηματικές δεξιότητες, γεωγραφικές και φυσικές γνώσεις κ.α.) αλλά περισσότερο διαμορφώνει ατομικές και συλλογικές συνειδήσεις και “σμιλεύει” χαρακτήρες, αφού αφενός αποτελεί τον χώρο δράσης και αντίδρασης διαφορετικών στάσεων και συμπεριφορών, αφετέρου μεταδίδει νόρμες και κανόνες που είτε διαιωνίζουν μια κοινωνικοπολιτισμική κατάσταση είτε πυροδοτούν αλυσιδωτές αντιδράσεις στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι.
Φυσικά την ευθύνη για τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής (ρύθμιση όλων των πτυχών του εκπαιδευτικού συστήματος μιας χώρας) έχει η εκάστοτε πολιτική ηγεσία όπου με τους νόμους, τα προεδρικά διατάγματα και τις υπουργικές αποφάσεις υλοποιεί την πολιτική σε αυτό τον ευαίσθητο και νευραλγικό τομέα του δημόσιου βίου. Το γεγονός αυτό από μόνο του δε διασφαλίζει επιτυχημένες και στοχευμένες πολιτικές δράσεις στο χώρο της εκπαίδευσης. Η αίσθηση της πολιτικής ευθύνης πολλές φορές, δυστυχώς, δε μετουσιώνεται σε βιώσιμη πολιτική πράξη αλλά διαμορφώνει πολιτικές καρικατούρες που εμφανίζονται ως μεταρρυθμιστές, όπου στην ουσία λειτουργούν ως ευαγγελιστές ενός ευρωκεντρικού εκπαιδευτικού μοντέλου που δίχως οργάνωση και σχεδιασμό οδηγούν στην απορρύθμιση της λειτουργείας των σχολείων και καθιστούν τη νέα γενιά πειραματόζωα στη χοάνη του ευρωπαϊσμού και του δήθεν εκσυγχρονισμού.
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα στο χώρο της εκπαίδευσης στην Ελλάδα αποτελεί ο απαρχαιωμένος προσανατολισμός της εκπαιδευτικής δραστηριότητας που θεωρείται ότι στοχεύει, ως επί το πλείστον, στο γνωστικό τομέα παραγνωρίζοντας τόσο το συναισθηματικό (συναισθηματική νοημοσύνη) όσο και την καλλιέργεια και ανάπτυξη των κοινωνικών δεξιοτήτων του παιδιού. Τέτοιου είδους ζητήματα είναι ζωτικής “παιδευτικής” σημασίας στη σύγχρονη εποχή, που αφορούν την εκπαιδευτική κοινότητα αλλά περισσότερο την πολιτεία που είναι επιφορτισμένη με την ευθύνη του σχεδιασμού και γενικότερα τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος. Όμως το μεγάλο ερώτημα που τίθεται στις μέρες μας είναι πώς θα μπορέσουν να υπάρξουν λύσεις στα μεγάλα προβλήματα της εκπαίδευσης, όταν ασχολούμαστε και αναλωνόμαστε στο να διεκδικούμε τα αυτονόητα. Πώς είναι δυνατόν τα σχολεία κάθε χρόνο να λειτουργούν στην έναρξή τους (και ένα μεγάλο διάστημα μετά την έναρξη) με λειτουργικά και οργανικά κενά αφού ο απαραίτητος προγραμματισμός έχει γίνει από τον Ιούνιο, πώς γίνεται να υλοποιείται ο νέος θεσμός των «ολοήμερων δημοτικών σχολείων αναμορφωμένου προγράμματος» χωρίς σχεδιασμό και οργάνωση, όταν εισάγονται νέα διδακτικά αντικείμενα δίχως να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες επιστημονικές έρευνες από το υπουργείο παιδείας; Με ποια λογική το υπουργείο κάνει περικοπές στις αποσπάσεις των υπεύθυνων εκπαιδευτικών στα περιβαλλοντικά κέντρα εκπαίδευσης με αποτέλεσμα να υπολειτουργούν ή και να κλείνουν (όπως π.χ. το περιβαλλοντικό κέντρο του Βάμου στα Χανιά) ενώ διατίνεται για την ανάγκη της καλλιέργειας της οικολογικής συνείδησης των παιδιών; Πώς γίνεται ένα υπουργείο να είναι της «Παιδείας» δίχως τη στοιχειώδη ευαισθησία για τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, ώστε να προβεί στους απαραίτητους διορισμούς εκπαιδευτικών με σκοπό τη στελεχώση των τμημάτων ένταξης και των ειδικών σχολείων (και του απαραίτητου φυσικά βοηθητικού προσωπικού); Πώς γίνεται το ίδιο υπουργείο να αντιμετωπίζει με μια αήθη σκληρότητα εκπαιδευτικούς με αναπηρίες που ζητούν, μέσω απόσπασης, το αυτονόητο δηλ. να βρίσκονται στην περιοχή της μόνιμης κατοικίας τους; Πώς γίνεται το υπουργείο παιδείας (που οφείλει να διασφαλίσει τις κατάλληλες μαθησιακές συνθήκες) να επιχειρεί την εργασιακή και κοινωνική εξαθλίωση των εκπαιδευτικών με τις υποχρεωτικές υπερωρίες, τα 28 και 30 παιδιά ανά τμήμα, την υποχρεωτική παραμονή -τιμωρία- των νεοδιοριζόμενων εκπαιδευτικών για 3 χρόνια στην περιοχή διορισμού τους, την αύξηση των χρόνων προς συνταξιοδότηση, την πρόσληψη εκπαιδευτικών με διαφορετικές εργασιακές, ασφαλιστικές και μισθολογικές συνθήκες (ωρομίσθιοι, αναπληρωτές μειωμένου ωραρίου, αναπληρωτές πλήρους ωραρίου και μόνιμοι εκπαιδευτικοί) ενώ παράλληλα να προτάσσει υποκριτικά ως μότο το «Πρώτα ο μαθητής»;
Ο προβληματισμός σήμερα δυστυχώς γίνεται υποψία. Μια υποψία που ξεπερνάει τα όρια της σύμπτωσης και του τυχαίου. Τίποτα δεν μπορεί να είναι τυχαίο στην εκπαίδευση ούτε καν τα προβλήματα που υπάρχουν. Προβλήματα που λειτουργούν εσκεμμένα, πολλές φορές, ως σκιές για να καλύψουν τη σημερινή πραγματική κατάσταση της εκπαίδευσης. Λειτουργούν με τέτοιο τρόπο ώστε να αλλιώνουν την πραγματικότητα, όπως οι σκιές που έβλεπαν οι αλυσοδεμένοι στη σπηλιά του Πλάτωνα, για λόγους που αντιλαμβάνεται ο καθένας. Η παιδεία δημιουργεί ελεύθερους, δημοκρατικούς και διορατικούς ανθρώπους δηλαδή ελεύθερους, κριτικούς και δημοκρατικούς πολίτες. Η αντίληψη της πραγματικής διάστασης του προβλήματος θα μας οδηγήσει στην αποδεύσμευση και στη θέαση της αντικειμενικής εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Ίσως αυτή η πραγματικότητα να φοβίζει ορισμένους, ίσως να τρομάζει η σκέψη και μόνο, τους διαχρονικά βολεμένους, ότι αυτός ο λαός, αυτή η γενιά, κάποια στιγμή θα μπορέσει να αυτοκαθορίζει την τύχη του και το μέλλον του. Εμείς ως εκπαιδευτικοί έχουμε χρέος να παλεύουμε και να αγωνιούμε για το μέλλον της εκπαίδευσης, δηλαδή για το μέλλον της νέας γενιάς και ολόκληρης της κοινωνίας.


* Ο Γιώργος Τρούλης είναι Δάσκαλος
MSc στις Επιστήμες της Αγωγής
Ρεθεμνιώτικα Νέα 25/09/2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: